- μικροπονηριά
- και μικροπονηρία η1. η ιδιότητα τού μικροπόνηρου, κουτοπονηριά2. πράξη που οφείλεται σε μικροπονηρίά.[ΕΤΥΜΟΛ. < μικροπόνηρος. Η λ., στον τ. μικροπονηρία, μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].
Dictionary of Greek. 2013.